- παρουσία
- η, ΝΜΑ1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔγ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.)2. η έλευση, ο ερχομός τού Ιησού Χριστού στον κόσμο, η ενανθρώπιση τού Χριστού3. φρ. «Δευτέρα Παρουσία» — η δεύτερη, κατά την Αγία Γραφή, έλευση τού Χριστού για να κρίνει τον κόσμο, για την οριστική κρίση ζώντων και νεκρώνμσν.-αρχ.η επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος, η έλευση του στον κόσμο την ημέρα τής Πεντηκοστής ή κατά το μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίαςαρχ.1. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία2. περιουσία, αφθονία υλικών αγαθών3. χρηματική, συνεισφορά, φορολογία4. αστρολ. η θέση ενός πλανήτη σε σημείο τού ζωδιακού κύκλου5. φρ. «παρουσίαν ποιῶ τινι» — φιλοξενώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρειμι (βλ. και λ. ουσία)].
Dictionary of Greek. 2013.